Για πολλούς από εμάς, η πρώτη μας εικόνα για τους λύκους ήταν ο «κακός λύκος» που ακούγαμε ως παιδιά στις ιστορίες πριν τον ύπνο. Τα ζώα αυτά παρουσιάζονται στη λογοτεχνία και στη λαϊκή παράδοση ως η ενσάρκωση του κακού και θεωρούνται δυνητικά επικίνδυνα. Ένας λύκος θεωρείται ως ένα πλάσμα που στις προθέσεις του είναι να βλάψει οικονομικά και σωματικά τους ανθρώπους, να αψηφήσει τον ανθρώπινο έλεγχο και να διαταράξει την ανθρώπινη σύλληψη τάξης της φύσης. Ωστόσο,οι λύκοι προκαλούν την ιδέα του κακού λόγω του οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται πτυχές της δικιάς τους συμπεριφοράς. Τα αρνητικά συναισθήματα προς τους λύκους συνδέονται εν μέρει με πτυχές της πραγματικής συμπεριφοράς του λύκου, που αντιστοιχούν στην ανθρώπινη κατανόηση της έννοιας του κακού.
Το μυθικό στερεότυπο του Big Bad Wolf, είναι ένας σημαντικός παράγοντας που καθοδηγεί τη στάση των ανθρώπων απέναντι στους λύκους. Αυτή η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση και τα συναισθήματα μετριάζουν την ορθολογικά βασισμένη κατανόηση και τη συνύπαρξη μεταξύ των ανθρώπων και των λύκων.Η εξέταση αυτών των στερεοτύπων μπορεί να βοηθήσει στη συζήτηση γύρω από τη συνύπαρξη ανθρώπου-λύκου.Τα σχέδια διαχείρισης που επινοήθηκαν για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης ανθρώπου-λύκου έχουν επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στη βιολογία του λύκου και στις οικονομικές επιπτώσεις της παρουσίας του λύκου σε προσπάθειες ενημέρωσης των ανθρώπων και αντιμετώπισης πρακτικών ανησυχιών.
Ωστόσο, η στάση πολλών ανθρώπων απέναντι στους λύκους δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη με τη βιολογική γνώση. Η βιοποικιλότητα δεν είναι μια προαιρετική πολυτέλεια, αλλά αναπόσπαστο μέρος των φυσικών συστημάτων υποστήριξης της ζωής από τα οποία εξαρτόμαστε όλοι. Η πραγματική του θέση του ανθρώπου,όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Leopold είναι να αποτελεί ένα “απλό μέλος” της βιοτικής κοινότητας, γεγονός που σημαίνει ότι οφείλει να σέβεται τα υπόλοιπα μέλη της αλλά και την ίδια τη βιοτική κοινότητα.Τα άγρια ζώα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία και ισορροπία των οικοσυστημάτων – με τα κορυφαία αρπακτικά να έχουν συχνά τη μεγαλύτερη επιρροή, παρά τον σχετικά μικρό αριθμό τους.
Τα οικοσυστήματα έχουν τη δύναμη να μας βοηθήσουν να μετριάζουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής—ειδικά όταν εκμεταλλευόμαστε τα οφέλη των «φυσικών λύσεων για το κλίμα» (NCS) που αποκαθιστούν και προστατεύουν σημαντικά περιβάλλοντα αποθήκευσης άνθρακα, όπως δάση, λιβάδια και υγρότοπους. Όλα τα είδη μέσα στα οικοσυστήματα συμβάλλουν στη ρύθμιση του κύκλου του άνθρακα λόγω της λειτουργικής ενσωμάτωσής τους στους τροφικούς ιστούς.Οι επιστήμονες αποδεικνύουν μέσω καινοτόμων ερευνών ότι η αποτυχία να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της άγριας ζωής στον κύκλο του άνθρακα θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθος υπολογισμό -και παρανόηση- της ικανότητας των οικοσυστημάτων να προσλαμβάνουν και να αποθηκεύουν άνθρακα.
Οι λύκοι είναι σημαντικοί για το οικοσύστημά συνεπώς πρέπει να σώσουμε αυτό το κρίσιμο βασικό είδος από την εξαφάνιση. Οι λύκοι προάγουν τη βιολογική ποικιλότητα, επηρεάζοντας 20 είδη σπονδυλωτών (κοράκια, καρακάξες, κουνάβια,φαλακροαετοί, χρυσαετοί, τρία είδη νυφίτσας, βιζόν, λύγκα, κούγκαρ,κουκουβάγια κτλ.).
Η επανάκαμψη του είδους σε περιοχές όπου είχε εξαφανιστεί για δεκαετίες ή διατηρούσε χαμηλούς πληθυσμούς, έχει προκαλέσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης πολλές αντιδράσεις από κτηνοτρόφους και κυνηγετικές οργανώσεις, κυρίως εξαιτίας των αυξημένων επιθέσεων και απωλειών σε κτηνοτροφικά ζώα ή κυνηγετικούς σκύλους αντίστοιχα ή ακόμα και εξαιτίας του ίδιου του φόβου για τους λύκους.
Στην Ελλάδα ο λύκος θεωρούνταν ως είδος παρασίτου μέχρι το 1991, εξαφανίστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και έχει χάσει το 30% της παλιάς του εμβέλειας τα τελευταία 20 χρόνια στην ηπειρωτική χώρα. Έκτοτε, το είδος προστατεύεται από τον δασικό κώδικα για την άγρια πανίδα. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός υπολογίζεται τώρα ότι είναι τουλάχιστον μεταξύ 500 και 700 ατόμων και το εύρος κατανομής του περιλαμβάνει τα κεντρικά και βόρεια ορεινά και ημιορεινά τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Οι κύριες απειλές για το είδος είναι η ανθρωπογενής θνησιμότητα, η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων τροφίμων, ο κατακερματισμός της περιοχής, η μείωση των οικολογικών διαδρόμων και η έλλειψη δημόσιας υποστήριξης που σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα ευαισθητοποίησης και με την αρνητική αντίληψη του λύκου από συγκεκριμένες ομάδες-στόχους (ορεινοί άνθρωποι πληθυσμούς, κυνηγούς, κτηνοτρόφους κ.λπ.).
Από τις βασικότερες αιτίες ανθρωπογενούς θνησιμότητας λύκου είναι η θανάτωση ατόμων με τη μέθοδο της παγάνας κατά τη διάρκεια θήρας αγριόχοιρου, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, οι παγάνες που γίνονται αποκλειστικά για το λύκο σε περιοχές με πολλές ζημιές στη κτηνοτροφία και οι συγκρούσεις με διερχόμενα αυτοκίνητα.
Η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα αυτή τη στιγμή στην Ελληνική ύπαιθρο. Η χρήση τους είναι ανεξέλεγκτη. Εκτός από είδη της άγριας πανίδας (σαρκοφάγα θηλαστικά και γύπες), που γίνονται θύματα της πρακτικής αυτής, ένας πολύ μεγάλος αριθμός από ποιμενικούς σκύλους θανατώνεται κάθε χρόνο καταστρέφοντας τις προσπάθειες αρκετών κτηνοτρόφων για τη λήψη προληπτικών μέτρων που μπορούν να περιορίσουν τις ζημιές στα κοπάδια τους από το λύκο.
Η πρόσφατη αύξηση του αριθμού των τοπικών ελαφιών, που σημειώθηκε μετά από την τεράστια δασική πυρκαγιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της Πάρνηθας το 2007, οδήγησε σε αύξηση του πληθυσμού των λύκων.H παρουσία του λύκου σε περιοχές όπως η Πάρνηθα , δείχνει ότι η φύση φαίνεται να αναγεννάται .
- Πρέπει να τονίσουμε ,ότι δεν ταΐζουμε κανένα ζώο της άγριας ζωής που πλησιάζει κατοικημένες περιοχές και για λόγους ασφαλείας δικής μας αλλά κυρίως γιατί έτσι επεμβαίνουμε στη φύση του ζωου .
- Επιπλέον,σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση τροφής για προσέλκυση των λύκων για φωτογράφισή τους και να γίνεται ανεκτή ως δραστηριότητα, καθώς αποτελεί ακόμα μία «επιβράβευση» της προσέγγισης των ζώων.
- Οι συστάσεις για περιορισμό των κατοικίδιων -κτηνοτροφικά ζώα και σκύλοι σε ασφαλείς χώρους- εντός αποτελεσματικής περίφραξης κατά τη διάρκεια της νύχτας θα πρέπει να αφορούν και τους γειτονικούς οικισμούς περιμετρικά.
Κανένας λύκος -πλην ορισμένων σπάνιων εξαιρέσεων που το ζώο έχει λύσσα- δεν πρόκειται να επιτεθεί σε άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει ποτέ να προσεγγίζουμε τον λύκο. Αν βρεθούμε κατά λάθος κοντά του, με παλαμάκια, φωνές, ίσως και πέτρες, τον απωθούμε αμέσως. Και φυσικά δεν φέρνουμε σε εθνικούς δρυμούς κανένα κατοικίδιο ζώο», εξηγούν ειδικοί.
Ο Γιώργος Μερτζάνης, επιστημονικός υπεύθυνος της οργάνωσης Καλλιστώ,αναφέρει:
Το πρόβλημα είναι πως, επειδή η Πάρνηθα είναι κοντά στον αστικό ιστό της Αθήνας και είναι ο μοναδικός μαζί με τον Υμηττό χώρος αναψυχής, πολλοί ορειβάτες, πεζοπόροι, απλοί φυσιολάτρες αφήνουν τροφή με έναν χαοτικό τρόπο στο περιβάλλον, νομίζοντας πως έτσι τα ταΐζουν και τα υποστηρίζουν. Αυτό είναι μια λάθος συνήθεια και τακτική, γιατί προκαλεί εθισμό και εξοικείωση στα άγρια ζώα, αυτή η εύκολη παροχή τροφής. Πρέπει να υπάρξει ενημέρωση του κόσμου και των επισκεπτών, ώστε όλοι να γνωρίζουμε πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε άγρια ζώα».
Οι λύκοι στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το νοτιότερο τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Η μακροπρόθεσμη διατήρηση αυτού του οριακού υποπληθυσμού εξαρτάται από τις προσπάθειες μείωσης της λεηλασίας των ζώων και από την επιτυχή αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων. Αυτοί οι δύο στόχοι αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των λύκων από πηγές τροφής που σχετίζονται με τον άνθρωπο, όπως τα ζώα και τα σκουπίδια, και για την επίλυση σοβαρών συγκρούσεων με τις αγροτικές κοινότητες (Chapron et al. 2014).
Στη νότια Ελλάδα, ο γκρίζος λύκος (Canis lupus Linnaeus, 1758) εξαφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 από την Πελοπόννησο, ενώ η κατανομή του στην ηπειρωτική Ελλάδα συρρικνώθηκε σημαντικά μετά από αρκετές δεκαετίες διώξεων και νόμιμης χρήσης δηλητηριωδών δολωμάτων (Ηλιόπουλος 2010). Κατά τις δεκαετίες 1980-1990, το αυστηρότερο νομικό καθεστώς ανέτρεψε τη μείωση του πληθυσμού των λύκων και το εύρος του επεκτάθηκε, κυρίως στη νότια κεντρική Ελλάδα (Ηλιόπουλος 2010). Η επέκταση από το 2005 αφορούσε περιφέρειες στους νομούς Βοιωτίας και Αττικής (Ηλιόπουλος κ.ά. 2015). Οι λύκοι στην κεντρική Ελλάδα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα παραγωγικά ζώα όλο το χρόνο. Γενικά, η υψηλή συχνότητα κατανάλωσης ζώων έχει συσχετιστεί με χαμηλές πυκνότητες και μειωμένη διαθεσιμότητα άγριων οπληφόρων (Sidorovich et al. 2003), αυξημένη προσβασιμότητα στα ζώα (Miller et al. 2016 ) και έλλειψη αποτελεσματικών προληπτικών μέτρων (Miller et al. 2016, Eklund et al. 2017).
Ο επανεποικισμός τέτοιων νέων περιοχών, ειδικά σε ανθρωποκεντρικά τοπία, μπορεί να οδηγήσει σε νέες συγκρούσεις, καθώς οι λύκοι μπορεί να έχουν αντίκτυπο στους ανθρώπους και τους πόρους τους, όπως τα ζώα και τα θηράματα (Chapron et al. 2014, Carter and Linnell 2016, Newsome et. al. 2016). Επομένως, για να εκτιμηθεί αυτή η επίδραση στους πληθυσμούς άγριων και κατοικίδιων θηραμάτων, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διατροφή των λύκων σε αυτές τις περιοχές. Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή θεμελιωδών διαδικασιών διαχείρισης σε όλο το φάσμα του είδους.
Οι διατροφικές συνήθειες των λύκων έχουν μελετηθεί ευρέως σε όλη την ευρωπαϊκή γκάμα. Στην κεντρική και βορειοανατολική Ευρώπη, οι λύκοι βασίζονται κυρίως σε άγρια οπληφόρα, όπως το αγριογούρουνο (Sus scrofa Linnaeus, 1758), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus Linnaeus, 1758) και το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus Linnaeus, 1704, 1758) ,( Nowak et al. 2011, Jedrzejewski et al. 2012, Lanszki et al. 2012, Wagner et al. 2012). Από την άλλη πλευρά, στη νότια Ευρώπη, οι λύκοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ζώα, και ειδικότερα σε περιοχές κτηνοτροφίας και σε περιόδους υψηλής ζωικής παραγωγής (Meriggi et al. 1991, Blanco et al. 1992, Vos 2000, Migli et al. 2005 , Gazzola et al. 2008, Álvares 2011, Llaneza and Lopez-Bao 2015, Torres et al. 2015, Ciucci et al. 2018).
Ωστόσο στην Ελλάδα, ακόμα και στην περίπτωση που υπήρχαν μεγάλοι αριθμοί από άγρια οπληφόρα ζώα (αγριόχοιρος, ζαρκάδι, αγριόγιδο, ελάφι), ο μεγαλύτερος αριθμός αιγοπροβάτων και η εξασθένιση των φυσικών αμυντικών τους μηχανισμών αποφυγής των θηρευτών, καθιστά τα τελευταία εύκολη λεία.
Ο λύκος μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, βασίζεται τροφικά στα κτηνοτροφικά ζώα, στους σκουπιδότοπους, τρέφεται από πτώματα ζώων που προέρχονται από σφαγεία, εγκαταστάσεις με σταβλισμένα βοοειδή ή χοίρους και, όχι σπάνια, επιτίθενται σε κυνηγετικούς ή αδέσποτους σκύλους. Έτσι, είναι συνηθισμένες οι εμφανίσεις λύκων στα περίχωρα μεγάλων πόλεων στις παρυφές ή και μέσα σε χωριά, σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και γενικά περιοχές όπου μπορούν να βρουν εύκολα τροφή.
To YΠΕΝ αναφέρει ότι στο στο τριετές Σχέδιο Δράσης του ΟΦΥΠΕΚΑ, που έχει καταρτιστεί, περιλαμβάνεται σχετικά η εκπόνηση και υλοποίηση Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τον Λύκο, συνολικού προϋπολογισμού 200.000 ευρώ.Επιπλέον, έχει ζητηθεί χρηματοδότηση και αναμένεται έγκριση για δράσεις που προάγουν την συνύπαρξη λύκου-ανθρώπου (κάμερες παρακολούθησης, αποτρεπτικοί φράχτες) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του χρηματοδοτικού εργαλείου Life.
Εάν θέλουμε να επιτύχουμε στον αγώνα για ένα ασφαλέστερο και υγιέστερο μέλλον, πρέπει να σφυρηλατήσουμε μια νέα σχέση με τη φύση – μια σχέση όπου θα αναγνωρίσουμε τις βαθιές μας συνδέσεις με την ποικιλομορφία της ζωής στη γη και να προασπίσουμε άθικτα, λειτουργικά οικοσυστήματα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν τολμηρά μέτρα για να προστατεύσουν τουλάχιστον το 30 τοις εκατό των εδαφών, των συστημάτων γλυκού νερού και των ωκεανών μας έως το 2030.
Νομική προστασία
Ο λύκος (Canis lupus) που εξαφανίστηκε σε πολλές χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, βρίσκεται στον κατάλογο των προστατευόμενων ειδών βάσει της σύμβασης της Βέρνης και ενός είδους προτεραιότητας κάτω από τον παράλληλο των 39° στην Ελλάδα, που αναφέρεται στο Παράρτημα II της Οδηγίας για τους Οικοτόπους.
α) Εθνικές διατάξεις : Στο Ν.Δ. 86/69 και σε πολλά άρθρα αυτού (258 παρ. 3 εδ. ζ, 257 παρ.5, 259 παρ. 2 εδ.α) συναντάται η έννοια του «επιβλαβούς» είδους. Σύμφωνα με το αρθρ. 259 παρ. 3 εδ. ζ, ο λύκος κατατάσσεται στα επιβλαβή είδη και η θήρα αυτού ανταμείβεται χρηματικά (αθρ. 257 παρ.5) Η έννοια του επιβλαβούς είδους δεν προσδιορίζεται νομικά. Επιβλαβή είδη θεωρήθηκαν κυρίως αυτά που προκαλούσαν ζημιές στην κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι ρυθμιστικές αποφάσεις για τη θήρα αναφέρουν για τελευταία φορά τον λύκο ως «επιβλαβές» είδος το 1993. Κατόπιν προσφυγής οικολογικών οργανώσεων στο ΣτΕ εκδίδεται η 641/93 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας με την οποία διατάσσεται η αναστολή της ρυθμιστικής απόφασης ως προς την θήρα επιβλαβών ειδών. Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά δε ξαναγίνεται αναφορά σε επιβλαβή είδη στις ρυθμιστικές αποφάσεις του κυνηγιού.
β) Διεθνείς Διατάξεις : Η Ελλάδα έχει επικυρώσει με τον νόμο 1335/83 την Ευρωπαϊκή σύμβαση της Βέρνης η οποία περιλαμβάνει τον λύκο στο σχετικό πίνακα (παράρτημα ΙΙ) των αυστηρά προστατευόμενων ειδών. Σύμφωνα με τη σύμβαση της Βέρνης απαγορεύεται η σύλληψη, κατοχή και φόνος του είδους, το εμπόριο του ζώου (νεκρού ή ζωντανού) ή τμημάτων αυτού και η υποβάθμιση ή καταστροφή τόπων αναπαραγωγής του είδους. Η σύμβαση υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν τα απαραίτητα νομοθετικά ή /και διοικητικά μέτρα για την προστασία των βιοτόπων του είδους.
Σύμφωνα με τη σύμβαση της Ουάσιγκτον για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου των απειλούμενων ειδών χλωρίδας και πανίδας ( CITES ) η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1984, ο λύκος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, των εν δυνάμει απειλούμενων ειδών, όπου το διεθνές εμπόριο ατόμων του είδους ή τμημάτων του ελέγχεται αυστηρά. Επίσης, σύμφωνα με το Κόκκινο βιβλίο ( Red List , 1996) της IUCN ( International Union for the Conservation of Nature ), ο λύκος θεωρείται είδος τρωτό.
Βιβλιογραφία
Álvares, F. 2011. Ecologia e conservação do lobo (Canis lupus, L.) no noroeste de Portugal. PhD Thesis, Universidade de Lisboa, Portugal.Search in Google Scholar
Carter, N.H. and J.D.C. Linnell. 2016. Co-adaptation is key to coexisting with large carnivores. Trends Ecol. Evol. 31: 575–578.Search in Google Scholar
Ciucci, P., L. Artoni, F. Crispino, E. Tosoni and L. Boitani. 2018. Inter-pack, seasonal and annual variation in prey consumed by wolves in Pollino National Park, southern Italy. Eur. J. Wildl. Res. 64: 5.Search in Google Scholar
Chapron, G., P. Kaczensky, J.D.C. Linnell, M. von Arx, D. Huber, H. Andre, J.V. López-Bao, M. Adamec, F. Álvares, O. Anders, L. Balciauskas, V. Balys, P. Bedo, F. Bego, J.C. Blanco, U. Breitenmoser, H. Brøseth, L. Bufka, R. Bunikyte, P. Ciucci, A. Dutsov, T. Engleder, C. Fuxjäger, C. Groff, K. Holmala, B. Hoxha, Y. Iliopoulos, O. Ionescu, J. Jeremic, K. Jerina, G. Kluth, F. Knauer, I. Kojola, I. Kos, M. Krofel, J. Kubala, S. Kunovac, J. Kusak, M. Kutal, O. Liberg, A. Majic, P. Männil, R. Manz, E. Marboutin, F. Marucco, D. Melovski, K. Mersini, Y. Mertzanis, R.W. Myslajek, S. Nowak, J. Odden, J. Ozolins, G. Palomero, M. Paunovic, J. Persson, H. Potocnik, P.-Y. Quenette, G. Rauer, I. Reinhardt, R. Rigg, A. Ryser, V. Salvatori, T. Skrbinšek, A. Stojanov, J.E. Swenson, L. Szemethy, A. Trajçe, E. Tsingarska-Sedefcheva, M. Vána, R. Veeroja, P. Wabakken, M. Wölfl, S. Wölfl, F. Zimmermann, D. Zlatanova, L. Boitani. 2014. Recovery of large carnivores in Europe’s modern human-dominated landscapes. Science 346: 1517–1519.Search in Google Scholar
Eklund, A., J.V. López-Bao, M. Tourani, G. Chapron and J. Frank. 2017. Limited evidence on the effectiveness of interventions to reduce livestock predation by large carnivores. Sci. Rep. 7: 2097.Search in Google Scholar
Gazzola, A., C. Capitani, L. Mattioli and M. Apollonio. 2008. Livestock damage and wolf presence. J. Zool. 274: 261–269.Search in Google Scholar
Iliopoulos, Y., A. Gannakopoulos, M. Petridou, Y. Lazarou, C. Pylidis and I. Aravidis. 2010. Monitoring the impact on wolves Canis lupus from the construction of the motorway of Central Greece – E65 south part. TERNA-AKTOR Domokos Consortium, Argyropoulos SA, Callisto NGO (in Greek).Search in Google Scholar
Iliopoulos, Y., C. Astaras, M. Petridou and E. Sideri. 2015. Total deliverables for wolf monitoring. In: (C. Papamichail, T. Arapis and K. Petkidis, eds.) Monitoring and assessment of the conservation status of species of mammals of community interest in Greece. YPEKA, Athens.Search in Google Scholar
Jedrzejewski, W., M. Niedzialkowska, M.W. Hayward, J. Goszczynski, B. Jedrzejewska, T. Borowik, K.A. Barton, S. Nowak, J. Harmuszkiewicz, A. Juszczyk, T. Kalamarz, A. Kloch, J. Koniuch, K. Kotiuk, R.W. Myslajek, M. Nedzynska, A.O. Marta and T.M. Wojtulewicz. 2012. Prey choice and diet of wolves related to ungulate communities and wolf subpopulations in Poland. J. Mammal. 93: 1480–1492.Search in Google Scholar
Lanszki, J., M. Márkus, D. Újváry, Á. Szabó and L. Szemethy. 2012. Diet of wolves Canis lupus returning to Hungary. Acta Theriol. 57: 189–193.Search in Google Scholar
Llaneza, L. and J.V. López-Bao. 2015. Indirect effects of changes in environmental and agricultural policies on the diet of wolves. Eur. J. Wildl. Res. 61: 895–902.Search in Google Scholar
Leopold, Aldo. A Sand County Almanac. New York: Oxford University Press, 1989.
Meriggi, A., P. Rosa, A. Brangi and C. Matteucci. 1991. Habitat use and diet of the wolf in northern Italy. Acta Theriol. 36: 141–151.Search in Google Scholar
Miller, J.R., K.J. Stoner, M.R. Cejtin, T.K. Meyer, A.D. Middleton and O.J. Schmitz. 2016. Effectiveness of contemporary techniques for reducing livestock depredations by large carnivores. Wildl. Soc. Bull. 40: 806–815.Search in Google Scholar
Newsome, T.M., L. Boitani, G. Chapron, P. Ciucci, C.R. Dickman, J.A. Dellinger, J.V. Lòpez-Bao, R.O. Peterson, C.R. Shores, A.J. Wirsing and W.J. Ripple. 2016. Food habits of the world’s grey wolves. Mammal Rev. 46: 255–269.Search in Google Scholar
Nowak, S., R.W. Mysłajek, A. Kłosińska and G. Gabryś. 2011. Diet and prey selection of wolves (Canis lupus) recolonising Western and Central Poland. Mamm. Biol. 76: 709–715.Search in Google Scholar
Petridou, M., Youlatos, D., Lazarou, Y., Selinides, K., Pylidis, C., Giannakopoulos, A., Kati, V. & Iliopoulos, Y. (2019). Wolf diet and livestock selection in central Greece. Mammalia, 83(6), 530-538. https://doi.org/10.1515/mammalia-2018-0021
Schmitz, O.J., & Leroux, S.J. (2020). Food Webs and Ecosystems: Linking Species Interactions to the Carbon Cycle. Annual Review of Ecology, Evolution, and Systematics, 51, 271-295.
Sidorovich, V.E., L.L. Tikhomirova and B. Jedrzejewska. 2003. Wolf Canis lupus numbers, diet and damage to livestock in relation to hunting and ungulate abundance in northeastern Belarus during 1990–2000. Wildl. Biol. 9: 103–111.Search in Google Scholar
Torres, R.T., N. Silva, G. Brotas and C. Fonseca. 2015. To eat or not to eat? The diet of the endangered Iberian wolf (Canis lupus signatus) in a human-dominated landscape in central Portugal. PLoS One 10: e0129379.Search in Google Scholar
Uta Maria Jürgens and Paul M.W. Hackett.Ecopsychology.Mar 2017.33-43.http://doi.org/10.1089/eco.2016.0037
Wagner, C., M. Holzapfel, G. Kluth, I. Reinhardt and H. Ansorge. 2012. Wolf (Canis lupus) feeding habits during the first eight years of its occurrence in Germany. Mamm. Biol. 77: 196–203.Search in Google Scholar