ενδεικτική φωτο – indicative image
Η ύπαρξη αδιευκρίνιστου, αλλά πολύ μεγάλου, αριθμού αδέσποτων ζώων συντροφιάς αποτέλεσε το κίνητρο για μια προσπάθεια διερεύνησης των παραμέτρων του ζητήματος των αδέσποτων από την VPRC. Η αλήθεια είναι ότι η ερευνητική προσέγγιση αφορά στους σκύλους και τις γάτες και αυτό γιατί αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα των αδέσποτων ζώων συντροφιάς.
Ποιο είναι το ποσοστό ιδιοκτησίας/ κατοχής ζώων συντροφιάς στην Ελλάδα;
Πόσο ορατός είναι ο πληθυσμός των αδέσποτων; Σύμφωνα με τη κοινή γνώμη, είναι πολλά ή όχι;
Ποια είναι η παρουσία της τοπικής αυτοδιοίκησης, που σύμφωνα με τη νομοθεσία είναι η αρμόδια δομή του κράτους;
Υπάρχουν περιστατικά κακοποίησης που έχουν αντιληφθεί οι ερωτώμενοι/ες και αν ναι, είναι πολλά ή λίγα;
Οι απαντήσεις σε κάθε ερώτημα εξετάσθηκαν σε σχέση με το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, τη γεωγραφική περιφέρεια κατοικίας και το πληθυσμιακό μέγεθος του τόπου κατοικίας των ερωτώμενων (αστικότητα). Τα συμπεράσματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και απογοητευτικά. Περισσότερο, όμως, αποτελούν πρόκληση για μια σε βάθος μελέτη του ζητήματος των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, ζήτημα το οποίο οι αρμόδιες για την εφαρμογή του νόμου αρχές φαίνεται να αγνοούν εντελώς. Υπάρχουν δειλά βήματα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού, αλλά δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από μια σταγόνα στον ωκεανό.
Μερικά από τα σημαντικά σημεία:
Η «κατοχή» ζώου συντροφιάς, εργασίας κ.λπ. στον γενικό πληθυσμό της χώρας είναι περίπου ίση με τη μη κατοχή. Ποσοστό 50,0% των ερωτώμενων (νοικοκυριών) δηλώνει ότι δεν υπάρχει ζώο συντροφιάς στο νοικοκυριό. Χαμηλότερο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες (41,2%) είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ότι υπάρχει ζώο συντροφιάς στο νοικοκυριό.
Το σημαντικότερο εύρημα είναι ότι μόλις το 7,9% των ερωτηθέντων έχουν τη γνώμη ότι δεν υπάρχουν αδέσποτα ζώα συντροφιάς στην περιοχή που κατοικούν. Το 55,0% των ερωτηθέντων απαντά ότι είναι «πολλά-αρκετά» και το 35,3% ότι είναι λίγα. Συνεπώς, άσχετα αν εκτιμώνται ως πολλά, αρκετά ή λίγα, τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς υπάρχουν και είναι ορατά από τους κατοίκους των περιοχών σε ποσοστό 90,4%.
Σημειώνεται ότι οι ενέργειες δεν εξαρτώνται από τις καλές ή και κακές προθέσεις των κατά τόπους Δήμων, αλλά σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 4039/12. Τα ποσοστά των κατοίκων που γνωρίζουν για κάποιες δράσεις είναι εξαιρετικά χαμηλά και μπορείτε να τα δείτε αναλυτικά παρακάτω. Από τις ενέργειες, το υψηλότερο ποσοστό αναγνωρισιμότητας συγκεντρώνουν οι στειρώσεις (6,4%) και το χαμηλότερο η σήμανση με ειδικό chip (0,8%).
Το ποσοστό όσων έχουν ακούσει ή γνωρίζουν περιστατικό/ά κακοποίησης διαμορφώνεται στο 34,8%, το οποίο κρίνεται υψηλό, καθώς ένας στους τρεις ερωτώμενους έχει υπ’ όψιν του κάποιο περιστατικό κακοποίησης ζώου συντροφιάς. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν έχει πέσει στην αντίληψή τους τέτοιο περιστατικό καταγράφεται στο 46,2%, ενώ υψηλό είναι το ποσοστό (19,0) όσων απαντούν ότι δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να απαντήσουν.
H σύνοψη της έρευνας:
ΣΥΝΟΨΗ
Αν λάβουμε υπόψη μας αφ’ ενός αυτό που έχει πει πολλά χρόνια πριν ο Μαχάτμα Γκάντι, ότι «το μεγαλείο και η ηθική πρόοδος ενός έθνους μπορούν να κριθούν από τον τρόπο που φέρεται στα ζώα» και αφ’ εταίρου τα ευρήματα της ερευνητικής προσέγγισης καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: η Ελλάδα ως έθνος φαίνεται να νοσεί τόσο ως προς το μεγαλείο, όσο και ως προς την ηθική πρόοδο.
Περίπου στα μισά (41%) νοικοκυριά στην Ελλάδα υπάρχει κάποιο ζώο συντροφιάς. Το υψηλό ποσοστό κατοχής ζώων συντροφιάς θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας υπάρχουν άνθρωποι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στα ζώα, ωστόσο, ο πληθυσμός των αδέσποτων ζώων συντροφιάς στον τόπο μας είναι μεγάλος και αδιευκρίνιστος.
Εξετάζοντας τα ερευνητικά δεδομένα, δεν διαπιστώνονται διαφορές σε σχέση με το πώς βλέπουν τα πράγματα οι άνδρες και οι γυναίκες. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ηλικιακές κατηγορίες: οι μεγαλύτερες ηλικίες -από 55 ετών και άνω- «βλέπουν» λιγότερα αδέσποτα και λιγότερα περιστατικά κακοποίησης. Επιπλέον, αρκετά σημαντικές διαφορές εντοπίζονται όσο το επίπεδο εκπαίδευσης των ερωτώμενων μετατοπίζεται από το δημοτικό προς το λύκειο και εν συνεχεία προς το πανεπιστήμιο. Όσοι/ες έχουν ολοκληρώσει ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση εμφανίζουν χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας/κατοχής και εμφανίζουν υψηλότερη ορατότητα σε σχέση με τον αριθμό των αδέσποτων, την ύπαρξη ενεργειών από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης και τα περιστατικά κακοποίησης.
Όσο απομακρυνόμαστε από τα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των νοικοκυριών που έχουν ζώο συντροφιάς, όπως επίσης και ο αριθμός των αδέσποτων, που αποτελεί μια σημαντική ένδειξη ότι ο πληθυσμός των αδέσποτων «παράγεται» από τους κατόχους ζώων συντροφιάς. Ταυτόχρονα, όσο απομακρυνόμαστε από τα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο, σχεδόν μηδενίζεται η ορατότητα δραστηριότητας των δήμων και γίνονται ορατά περισσότερα περιστατικά κακοποίησης, αλλά και περισσότερη αδιαφορία για αυτά τα περιστατικά. Συνεκτιμώντας τα παραπάνω σε συνδυασμό με την εμπειρική παρατήρηση της έντασης και του υψηλού αριθμού κακοποιήσεων που καταγράφονται εκτός αστικών κέντρων, καταλήγουμε στην εκτίμηση ότι τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς φαίνεται να αντιμετωπίζουν λιγότερα «δεινά» στα αστικά κέντρα, παρά στην ύπαιθρο.
Γεωγραφικά, η περιφέρεια της Ηπείρου, καταγράφει αρκετές πρωτιές: εμφανίζει μεγάλο αριθμό δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς, αλλά και μεγάλο αριθμό αδέσποτων, πολλά περιστατικά κακοποίησης και σχεδόν ανύπαρκτο ενδιαφέρον από τους Δήμους. Ακολουθούν, με μικρές διαφορές, οι περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου.
Σε κάθε περίπτωση τα ευρήματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Ο πληθυσμός των αδέσποτων ζώων συντροφιάς παραμένει άγνωστος, πληθυσμός ο οποίος αυξάνεται, συνεχώς, ως παράπλευρο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. [Ακριβή στοιχεία στάθηκε αδύνατον να εντοπιστούν, έστω και κατά προσέγγιση, γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες των δήμων αδυνατούν να ανταποκριθούν σε αυτό το ερώτημα. Εκτιμήσεις της Πανελλαδικής Φιλοζωικής και Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας, καθώς και της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπή Ζωοφιλικών Σωματείων, υπολογίζουν τον πληθυσμό γύρω στα 2.500.000 αδέσποτα ζώα συντροφιάς].
Από την άλλη πλευρά, οι δήμοι, που σύμφωνα με το Ν. 4039/12 οφείλουν να εφαρμόσουν σειρά μέτρων, εμφανίζουν χαμηλή αναγνωρισιμότητα πρωτοβουλιών, είτε λόγω ελλείψεων στο έργο τους είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των πολιτών για το έργο αυτό, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι σε σχέση με τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς είτε η τοπική αυτοδιοίκηση είτε η κοινωνία ή και οι δύο ταυτόχρονα εμφανίζονται αδιάφοροι απέναντι στο πρόβλημα (θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς πόσοι δήμοι έχουν συστήσει την πενταμελή επιτροπή για τα αδέσποτα, η οποία προβλέπεται από το νόμο και να ερευνήσει, όπου έχει συστηθεί αυτή η επιτροπή, αν λειτουργεί).
Είτε οφείλεται σε εγγενή αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας να εφαρμόσει το νόμο είτε σε κρίση ηθικής, η κωλυσιεργία ή/και απουσία της τοπικής αυτοδιοίκησης στο ζήτημα της διαχείρισης των αδέσποτων ζώων συντροφιάς αποτελεί ένα βασικό λόγο για τον οποίο η Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί με άλλες πολιτισμένες χώρες. Ευελπιστούμε ότι τα ερευνητικά δεδομένα θα λειτουργήσουν αφυπνιστικά προς τις αρμόδιες αρχές. Καθώς πολύ συχνά το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των αδέσποτων σε διάφορες περιοχές «λύνεται» με μαζικές δηλητηριάσεις, η ανάγκη άμεσης κινητοποίησης των Δήμων και ουσιαστικής εφαρμογής του νόμου είναι πλέον επιτακτική.
Μπορείτε να διαβάσετε όλη την έρευνα της VPRC εδώ .