165/2009 ΑΠ (ΠΟΙΝ) ( 488780)
(Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Παράβαση Υγειονομικής Διάταξης. Πραγματικά περιστατικά. Η κατηγορουμένη εντός της οικίας της διατηρούσε κατοικίδια ζώα, τουλάχιστον 10 γάτες, κατά παράβαση των όρων υγιεινής, με αποτέλεσμα την πρόκληση δυσοσμίας και τη δημιουργία ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης για τους περιοίκους.
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Σχετική ακυρότητα. Κλητήριο θέσπισμα.
Στοιχεία κλητηρίου θεσπίσματος. Έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν δεν προταθεί. Αναιρετέα η απόφαση λόγω σχετικής ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε, και πιο συγκεκριμένα λόγω ανακριβούς καθορισμού της αξιόποινης πράξεως και λόγω μη αναγραφής των διατάξεων του ισχύοντος ουσιαστικού ποινικού νόμου αλλά
παράθεση μόνο καταργημένων και ανίσχυρων διατάξεων που ρυθμίζουν ζητήματα άσχετα με τα επίδικα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 165/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευανθία Μεγκούσογλου, περί αναιρέσεως της 28033/2007 αποφάσεως
του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1316/2007.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 170 παρ.1, η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της
ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο.
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β` του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναιρέσεως της
αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 170 παρ.1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 321 παρ.1 στοιχ. δ` του ΚΠοινΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύει τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει.
Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε ισχύουσα κατά το χρόνο τελέσεως ουσιαστική ποινική διάταξη του ΠΚ ή και άλλου ειδικού ποινικού νόμου, που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιόποινου της πράξεως και την απειλούμενη ποινή.
Αν δεν περιέχεται και τα στοιχεία αυτά, ή γίνεται μνεία ποινικής διατάξεως άσχετης προς τη διωχθείσα πράξη ή καταργηθείσας, το κλητήριο θέσπισμα και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ.4 του ΚΠοινΔ.
Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και αν η απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση, μπορεί να ζητήσει κατά τα πιο πάνω την αναίρεσή της. ( άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β ΚΠοινΔ).
Κατά δε το άρθρο 176 παρ.1 του ΚΠοινΔ, “αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας”. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Aρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το υπ` αριθμ. ΕΟ7/1484/26-4-2007 κλητήριο θέσπισμα του
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε ακολούθως στην
αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, παραπέμφθηκε η τελευταία στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη δικάσιμο της 21-6-2007, προκειμένου να δικασθεί για παράβαση των άρθρων 17 παρ.1, και 23 της υπ`αριθ. Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως και ειδικότερα για το ότι: “Στην …, στις 30/03/2007, από πρόθεση παράβηκε επιτακτική και απαγορευτική διάταξη από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του Α.Ν. 2520/1940.
Συγκεκριμένα, στην ενταύθα οδό …, εντός της αυλής της οικίας της,
διατηρούσε κατοικίδια ζώα, δηλαδή τουλάχιστο δέκα (10) γάτες, κατά παράβαση των όρων της υγιεινής και σχετικής απόφασης του Νομάρχη Θεσ/νίκης. Αποτέλεσμα της ως άνω αξιόποινης συμπεριφοράς της ήταν η πρόκληση δυσοσμίας και η δημιουργία ανθυγιεινών συνθηκών διαβίωσης για τους περιοίκους και ειδικότερα για τους … και …., ήτοι για παράβαση των άρθρων 17 παρ.1 και 23 της Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διάταξης σε συνδυασμό με άρθρο 11 παρ.10 ν. 2307/1995 και την υπ`ααριθ. ΔΥ/ΟΙΚ/53770/18-11-1998 απόφ. του Νομάρχη Θεσ/νίκης, σε συνδ. Και με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1,12, 18β,26
παρ.1 α, 27 παρ.1, 51, 53, 57, 59, και 79 του ΠΚ”.
Κατά την παραπάνω δικάσιμο, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του παραπάνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατηγορουμένη που απουσίασε, εκπροσωπήθηκε νόμιμα από τη συνήγορό της Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ευανθία Μεγκούσογλου, η οποία, ενεργούσα για λογαριασμό της, στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου, προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε με έγγραφους αυτοτελείς ισχυρισμούς, αντιρρήσεις στην πρόοδο της διαδικασίας και ένσταση ακυρότητας του επιδοθέντος στην κατηγορουμένη κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω ανακριβούς καθορισμού της αξιόποινης πράξεως και λόγω μη
αναγραφής των διατάξεων του ισχύοντος ουσιαστικού ποινικού νόμου, αλλά παράθεση μόνο καταργημένων και ανίσχυρων διατάξεων. Την ένσταση αυτή το Δικαστήριο με την υπ`αριθ. 2833/21-6-2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε με το εξής αιτιολογικό:
“Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: μεταξύ των λοιπών στοιχείων που αναφέρονται σ` αυτή και τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει.
Στην προκειμένη περίπτωση το από 26-4-2007 κλητήριο θέσπισμα που αφορά την κατηγορουμένη περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτεί η προαναφερόμενη διάταξη και ειδικότερα καθορίζεται σ` αυτό ακριβώς η πράξη για την οποία κατηγορείται τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική υπόστασή της ενώ γίνεται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει ήτοι γίνεται μνεία του άρθρου 17 παρ. 1 και 23 της ΥΙΒ/2000/1995 Υγειονομικής Διάταξης σε συνδ. με άρθρ. 11 παρ. 10 Ν. 2307/1995, οι οποίες διατάξεις σημειωτέον δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταργούμενες διατάξεις με το άρθρο 15
του Ν. 3170/2003 και εξακολουθούν να ισχύουν, σε συνδ. με τις γενικές
διατάξεις των άρθρων 1, 12, 18β, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 53, 57 και 79 του ΠΚ, η αναγραφή δε στο κλητήριο της ήδη καταργηθείσης υπ` αριθμ. ΔΥ/Οικ.53770/18-11-88 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης έγινε εκ περισσού και ουδόλως θίγει το κύρος αυτού (κλητηρίου θεσπίσματος), το οποίο όπως προελέχθη περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 321 παρ. 1 ΚΠΔ.
Κατά συνέπεια όλων των ανωτέρω οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της
κατηγορουμένης πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι”.
Ακολούθως το πρωτοβάθμιο αυτό Δικαστήριο της ουσίας, δίκασε την υπόθεση κατ` ουσίαν και κήρυξε την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ένοχο της αποδοθείσας σε αυτήν αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως των άρθρων 17 παρ.1,23 της Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως σε συνδυασμό με άρθρο 11 παρ.10 ν. 2307/1995 και ΔΥ/ΟΙΚ/53770/18-11-1988 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που τελέστηκε στις 30-3-2007 και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 30 ημερών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία.
Κατά της αποφάσεως αυτής, μη υποκειμένης σε έφεση, η αναιρεσείουσα
κατηγορούμενη δεν άσκησε έφεση, αλλά παραδεκτά την κρινόμενη αίτηση
αναιρέσεως.
Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως και του
αντίγραφου του υπό κρίση κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία παραδεκτώς προβαίνει ο Aρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ.5 του ΚΠοινΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτουν τα παρακάτω. Το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα αναφέρει όλες τις προαναφερθείσες
ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, για την παραπάνω πράξη που καταδικάστηκε η κατηγορουμένη.
Oμως, από την αντιπαραβολή των διατάξεων του άρθρου 17 παρ.1 της υπ` αριθ. Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως και του άρθρου 6 του ν. 3170/2003 προκύπτει ότι ρυθμίζουν αντίστοιχα η μεν πρώτη το ζήτημα της διατηρήσεως κατοικιδίων ζώων (σκύλων, γατών κ.λ.π.), σε κατοικίες, διαμερίσματα πολυκατοικίας και κοινόχρηστους χώρους πολυκατοικιών, η δε δεύτερη το ζήτημα της διατηρήσεως ζώων συντροφιάς στους ανοικτούς χώρους μονοκατοικιών, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1197/1981 περί εξασφαλίσεως τροφής και υγιεινού και προσαρμοσμένου στο φυσικό τρόπο διαβιώσεώς τους καταλύματος και οι αστυνομικές διατάξεις περί κοινής ησυχίας.
Οι γάτες, τις οποίες φέρεται ότι διατηρούσε στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη … στην αυλή της μονοκατοικίας της, όσον αφορά τον αριθμό που επιτρεπόταν τότε να διατηρεί αυτή, εμπίπτουν τόσο στη ρύθμιση της πρώτης, όσο και στη ρύθμιση της δεύτερης ως άνω διατάξεως.
Με τη δεύτερη, όμως, διάταξη και συγκεκριμένα με το εδάφιο δ` αυτής
επιτρέπεται, όπως προαναφέρθηκε, “η διατήρηση ζώων συντροφιάς στους ανοικτούς χώρους μονοκατοικιών, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1197/1981 και οι αστυνομικές διατάξεις περί κοινής ησυχίας”, χωρίς να τίθεται αριθμητικός περιορισμός.
Είναι δε, ως προς το σημείο αυτό, η δεύτερη διάταξη επιεικέστερη της πρώτης και, ως προς το σημείο αυτό, η δεύτερη διάταξη επιεικέστερη της πρώτης και,ως μεταγενέστερη αυτής, αλλά και αφού ρητά με το άρθρο 15 εδ. ε του ιδίου ν. 3170/2003 την έχει καταργήσει έπεται ότι τυγχάνει ενταύθα εφαρμογής, η δεύτερη ήτοι το άρθρο 6 εδ. δ του Ν. 3170/2003.
Εξάλλου, τόσο η υπ` αριθ. ΔΥ/Α1/24/οικ. 3579/10-2-2003 (ΦΕΚ 317/17-3-2003, τεύχος Β), μνημονευόμενη στο υπό κρίση κλητήριο θέσπισμα απόφαση του Νομάρχη Θεσ/νίκης, όσο και η καταργηθείσα με αυτήν υπ` αριθ. ΔΥ/ΟΙΚ. 53770/18-11-1988 προγενέστερη απόφαση του ιδίου Νομάρχη, ρυθμίζουν ζητήματα άσχετα προς τα προαναφερόμενα, δηλαδή ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με τη διατήρηση οικόσιτων ζώων (αγελάδων, αιγοπροβάτων, κονίκλων κ.λ.π.) εντός πόλεων, χωριών και οικισμών του Νομού Θεσ/νίκης.
Είναι, συνεπώς, νομικώς εσφαλμένη η παραδοχή του ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος ότι η εκ μέρους της κατηγορουμένης …. διατήρηση στην αυλή της μονοκατοικίας της δέκα (10) γατών, έγινε κατά παράβαση των όρων υγιεινής της σχετικής απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, ενώ επιτρέπεται η διατήρηση τόσων γατών σε ανοικτούς χώρους ονοκατοικιών, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου δ` του άρθρου 6 του Ν. 3170/2003.
Επίσης, είναι μεν αξιόποινη η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στην περίπτωση κατά την οποία από τη διατήρηση των ως άνω 10 γατών στην αυλή της μονοκατοικίας της προκαλείται δυσοσμία και δημιουργούνται ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης για τους περιοίκους, αλλά προβλέπεται και τιμωρείται η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της υπ` αριθ. Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως, η οποία δεν μνημονεύεται ουδόλως στο προσβληθέν κλητήριο θέσπισμα.
Συνεπώς, έπρεπε, ύστερα από τις ελλείψεις αυτές και τον εντεύθεν μη ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορήθηκε η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, καθώς και για την εσφαλμένη μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που την προέβλεπαν, να κηρυχθεί άκυρο το κλητήριο θέσπισμα που της κοινοποιήθηκε και με το οποίο κλητεύθηκε η ίδια στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για να δικασθεί για την παράβαση της με αριθ. Υ1β/2000/1995 Υγειονομικής Διατάξεως.
Κατ` ακολουθίαν τούτων, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο και με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 28033/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία η αναιρεσείουσα εγκαίρως και παραδεκτά είχε προβάλει και μετά την απόρριψή της κατ` ουσίαν, προχώρησε, με βάση το ανωτέρω άκυρο κλητήριο θέσπισμα, στη συζήτηση της υποθέσεως και με την ταυτάριθμη οριστική απόφασή του κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για το άνω
πλημμέλημα κατά τα προεκτεθέντα και της επέβαλε μη εφέσιμη ποινή φυλακίσεως 30 ημερών, έσφαλε, δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν καλύφθηκε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως κατ` ουσίαν βάσιμη και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθούν οι ταυτάριθμες, παρεμπίπτουσα και
οριστική, αποφάσεις του, κατά το βάσιμο περί τούτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β` του ΚΠοινΔ λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατ`άρθρα 176 παρ.1 του ΚΠοινΔ, στο ίδιο Δικαστήριο, για να κηρύξει την ακυρότητα του εν λόγω κλητηρίου θεσπίσματος, συντιθέμενο όμως από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθ. 28033/2007 παρεμπίπτουσα και οριστική ταυτάριθμη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, για να κηρύξει την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, συγκροτούμενο όμως από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για να κάνετε λήψη την απόφαση κάντε κλικ εδώ Aπόφαση Αρείου Πάγου για τον αριθμό των ζώων στις μονοκατοικίες