Η ηθική αντιμετώπιση των ζώων από τον άνθρωπο απασχολεί διαρκώς την ανθρώπινη σκέψη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με αναφορά σε φιλοσοφικούς συλλογισμούς και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Για πολλούς αιώνες επικράτησε η αριστοτελική λογική περί της φυσικής ιεραρχίας μεταξύ των ζωντανών οργανισμών, στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι, έχοντας την ικανότητα να κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους βάσει της λογικής, υπερέχουν των ζώων, τα οποία ενεργούν αποκλειστικά με βάση το ένστικτο. Η απουσία συνείδησης, λογικής ή αυτονομίας αποτέλεσε την βάση των επιχειρημάτων για την μη αναγνώριση ηθικού status των ζώων.
Παράλληλα ωστόσο υποστηρίχθηκε η μη αναγνώριση ηθικού status των ζώων δεν δικαιολογεί τη βάναυση μεταχείρισή τους από τον άνθρωπο, με αναφορά στις επιπτώσεις κάθε τέτοιας συμπεριφοράς στην ανθρώπινη ηθική (Ι. Kant), στην ικανότητα των ζώων να αισθάνονται (J.J. Rousseau) ή στο κριτήριο του πόνου ως ουσιώδη παράμετρο η οποία καθορίζει την ορθή συμπεριφορά του ανθρώπου σύμφωνα με την ωφελιμιστική θεωρία (J. Bentham).
Η εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης δεν οδήγησε ωστόσο στην ιδέα της αναγνώρισης δικαιωμάτων των ζώων παρά μόλις κατά τους τελευταίους αιώνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι
περί τα τέλη του 18ου αιώνα, το αίτημα αυτό θεωρήθηκε εξίσου αστείο και παράλογο με το αίτημα του φεμινιστικού κινήματος για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών.
Οι πρώτες φιλοσοφικές μελέτες στις οποίες υποστηρίχθηκε το φυσικό δικαίωμα των ζώων για ζωή και ελευθερία κατ’ αντιστοιχία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δημοσιεύθηκαν
κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οπότε και υιοθετήθηκαν τα πρώτα νομοθετήματα για την προστασία των ζώων στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, συχνά υπό κλίμα έντονης
αμφισβήτησης.
Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα αλλάζει ουσιωδώς, καθώς διαπιστώνεται ραγδαία αύξηση του αριθμού των ζώων που χρησιμοποιούνται
σε πειράματα διεθνώς, διογκώνονται τα περιβαλλοντικά προβλήματα και εμφανίζονται κίνδυνοι εξαφάνισης ειδών, βιομηχανοποιείται και εντατικοποιείται η κτηνοτροφία.
Παράλληλα, το ζώο καθίσταται πλέον ζώο-συντροφιάς ως προ το οποίο αναπτύσσονται ιδιαίτεροι συναισθηματικοί δεσμοί. Παράλληλα εξελίσσεται η επιστημονική γνώση για τη βιολογική εγγύτητα του ανθρώπου με τα ζώα. Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν σε αναθέρμανση της φιλοσοφικής συζήτησης για τα δικαιώματα των ζώων. Σημείο αναφοράς αποτέλεσε η δημοσίευση του βιβλίου «Η απελευθέρωση των ζώων» (P. Singer, 1975), στο οποίο υποστηρίζεται ότι για τον υπολογισμό της μέγιστης ευτυχίας που καθορίζει την ορθή συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στα ζώα απαιτείται να συνεκτιμάται και η ικανότητα των ζώων να αισθάνονται πόνο. Κατ’ άλλη φιλοσοφική κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι τα ζώα είναι «υποκείμενα μίας ζωής» και έχουν για το λόγο αυτό ηθικά δικαιώματα που δεν πρέπει να παραγνωρίζονται (Τ. Regan) ή ακόμη και ότι τα ζώα έχουν ένα ηθικό δικαίωμα, να μην αντιμετωπίζονται ως περιουσιακά αντικείμενα, το οποίο είναι αναγκαίο να κατοχυρωθεί και νομικά (G.Francione). Στον αντίποδα αυτών των προσεγγίσεων απαντάται η φιλοσοφική άποψη ότι τα ζώα δεν έχουν δικαιώματα καθώς δεν έχουν και υποχρεώσεις,
Νομική κατοχύρωση «δικαιωμάτων των ζώων»
Η φιλοσοφική συζήτηση για την αναγνώριση ηθικού status των ζώων όπως διαμορφώνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εισέρχεται σταδιακά στο πεδίο της νομικής επιστήμης,
καθώς ο όρος «δικαίωμα» που χρησιμοποιείται είναι κατεξοχήν και νομικός όρος.
Μάλιστα, πρόκειται για κεντρική, αφηρημένη έννοια του δικαίου, ο ορισμός της οποίας έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τους θεωρητικούς της νομικής επιστήμης, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια η απόλυτη ορθότητα ορισμένου ορισμού. Βασικό χαρακτηριστικό της νομικής έννοιας των δικαιωμάτων είναι ότι αυτά αναγνωρίζονται από το θετό δίκαιο και κατ’ αυτόν τον τρόπο απομακρύνονται οι αναφορές στο φυσικό δίκαιο. Ταυτόχρονα, τα νομικά δικαιώματα περιβάλλονται με εγγυήσεις μέσω των οποίων διασφαλίζονται ουσιώδεις δυνατότητες προστασίας των δικαιούχων μέσω του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, η νομική έννοια του δικαιώματος συνδέεται με την έννοια του φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο αναγνωρίζεται ως υποκείμενο / φορέας του. Ακριβώς αυτήν την ιδιότητα του υποκειμένου επιδιώκουν να αποδώσουν στα ζώα οι υποστηρικτές του σχετικού κινήματος, επικαλούμενοι επιχειρήματα όπως ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί και για τα ζώα νομικό πλάσμα αντίστοιχα με όσα γίνονται δεκτά για τα νομικά πρόσωπα.
Ακολουθώντας την παραδοσιακή διάκριση ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, στη σύγχρονη έννομη τάξη διακρίνονται δύο γενικές κατηγορίες δικαιωμάτων:(α) Τα ιδιωτικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά αφορούν σε ιδιωτικές έννομες σχέσεις και ρυθμίζονται από το αστικό δίκαιο και τους λοιπούς κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, σε επίπεδο κοινού
νόμου. (β) Τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Με την έννοια θεμελιώδη δικαιώματα περιγράφονται νομικά δεσμευτικοί κανόνες δικαίου,
οι οποίοι αντιστοιχούν σε αξιώσεις του ατόμου ή συνόλου ατόμων έναντι του κράτους και κάθε μορφής οργάνωσης δημόσιας εξουσίας, τυποποιούνται και προστατεύονται σε
κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι το σύνταγμα κάθε χώρας, αναφέρονται δε σε ουσιώδεις εκφάνσεις της ανθρώπινης υπόστασης και δράσης, όπως είναι η ζωή και η αξία του ανθρώπου, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η αρχή της ισότητας. Συναφής προς την έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι άλλωστε η έννοια «ανθρώπινα δικαιώματα», η οποία απαντάται κατεξοχήν σε κανόνες διεθνούς δικαίου.
Με αναφορά στην ταξινόμηση αυτή, η φιλοσοφική συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων αντιστοιχεί στη νομική συζήτηση εάν και σε πιο μέτρο αναγνωρίζονται ή πρέπει να αναγνωρισθούν από το δίκαιο θεμελιώδη δικαιώματα των ζώων.
(α) Νομικό status των ζώων στην Ελληνική έννομη τάξη
Στο Σ1975/1986/2001/2008 δεν απαντάται διάταξη η οποία να αναφέρεται στο νομικό status των ζώων, πολλώ δε μάλλον η οποία να κατοχυρώνει δικαιώματα των ζώων.
Ορισμένες όψεις της νομικής προστασίας των ζώων καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 24Σ για την προστασία του περιβάλλοντος, υπό το ειδικότερο πρίσμα της
προστασίας της άγριας πανίδας (ΣτΕ 1511/2003) και της θεμελίωσης υποχρέωσης του κράτους για την λήψη θετικών μέτρων που αποβλέπουν στη διασφάλιση της βιοποικιλότητας. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν διάφορες διεθνείς συμβάσεις, όπως η Σύμβαση για την προστασία των υγροτόπων διεθνούς σημασίας (1971 –Σύμβαση Ραμσάρ), η Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς (1972), η Σύμβαση για το διεθνές εμπόριο άγριων ειδών πανίδας και χλωρίδας που απειλούνται με εξαφάνιση (σύμβαση CITES 1973), η Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979), η Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα του Ρίο ντε Τζανέιρο (1992), όπως επίσης και
νομοθετήματα για την προστασία της πανίδας που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο της ΕΕ.
Η προστασία που κατοχυρώνεται με αναφορά στις διατάξεις αυτές έχει συγκεκριμένες, σαφείς νομικές συνέπειες, καθώς έχει γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το
κράτος εκπληρώνει πλημμελώς τις υποχρεώσεις του, ενδέχεται να θεμελιώνεται αστική ευθύνη για αποζημίωση κατά τους κανόνες του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.1
Ωστόσο, η μέριμνα για τη διασφάλιση της βιοποικιλότητας δεν αποτελεί παρά μόνον μία διάσταση του γενικότερου προβλήματος για την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς
αναφορά στα εξατομικευμένα ζώα. Ενόψει αυτών των δεδομένων, κατά την τελευταία διαδικασία αναθεώρησης του Σ προτάθηκε η προσθήκη διάταξης, η οποία θα αποτελεί
το συνταγματικό θεμέλιο για την προστασία των ζώων, καθώς όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση, στόχος είναι πέραν από την προστασία της άγριας πανίδας,
λαμβάνοντας υπόψη τις παραδόσεις του δυτικού κόσμου, να θεσπισθεί ρητώς νομικό θεμέλιο για την προστασία των οικόσιτων ζώων, των ζώων που εκτρέφονται για τη
διατροφή του ανθρώπου και ακόμη και των μεγαλύτερων ζώων που δεν ανήκουν στην άγρια πανίδα. Η πρόταση αυτή ωστόσο δεν έγινε δεκτή, με δύο βασικά επιχειρήματα:
(α) Το επιχείρημα εσφαλμένης νομοτεχνικής κατάστρωσης, δηλαδή το εσφαλμένο της προσπάθειας ένταξης της σχετικής παραγράφου στο άρθρο 5 (ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας του ανθρώπου) αντί του συστηματικά ορθότερου άρθρου 24 (προστασία του περιβάλλοντος).
(β) Την αμφισβήτηση της σκοπιμότητας εισαγωγής ανάλογης διάταξης στο Σ, υποστηρίζοντας ότι αρκεί η μέριμνα του κοινού νομοθέτη για ανάλογα ζητήματα.
(β) Την αμφισβήτηση της σκοπιμότητας εισαγωγής ανάλογης διάταξης στο Σ, υποστηρίζοντας ότι αρκεί η μέριμνα του κοινού νομοθέτη για ανάλογα ζητήματα.
Κατά τη σχετική συζήτηση δεν απουσίασαν περαιτέρω αναφορές και συγκρίσεις με την μειωμένη σημασία που αποδίδεται στην προστασία δικαιωμάτων του ανθρώπου σε πολλά σημεία του πλανήτη. Με αυτό το σκεπτικό ωστόσο, η στάση που υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία οδηγεί κατ’ ελάχιστο στη διαπίστωση ότι απουσιάζει επί του παρόντος κατασταλαγμένη κοινή αντίληψη και συναίνεση ως προς το θέμα της νομικής θέσης των ζώων στην Ελληνική έννομη τάξη.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η συζήτηση για το νομικό status των ζώων στην Ελλάδα περιορίζεται επί του παρόντος σε διατάξεις του κοινού δικαίου (ν. 1197/1981, ν.3170/2003, πρόσφατο σχέδιο νόμου «Για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό»), εμπλουτίζεται δε από υπερνομοθετικής ισχύος διεθνείς συμβάσεις που εντάσσονται στην Ελληνική έννομη τάξη (ν. 2017/1992 για την κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ζώων συντροφιάς) καθώς και από το δίκαιο της ΕΕ, σε σχέση με συγκεκριμένες και εκ των πραγμάτων περιορισμένες εκφάνσεις του θέματος.
Ειδικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη διάταξη του νέου άρθρου 13 ΣΛΕΕ, κατά την οποία καθιερώνεται οριζόντια ρήτρα για την προώθηση της ευζωίας των ζώων, η οποία διέπει τη δράση της ΕΕ ιδίως στους (μη εξαντλητικά) απαριθμούμενους τομείς δράσης. Η εν λόγω διάταξη προέρχεται από σχετικό παράρτημα της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992), το οποίο δεν ήταν νομικά δεσμευτικό, όπως εξελίχθηκε στο νομικά πλέον δεσμευτικό Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 10 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997). Η ένταξη της διάταξης στο κείμενο της Συνθήκης δεν αλλάζει κάτι ως προς την νομική ισχύ, την καθιστά ωστόσο ευκολότερα προσβάσιμη. Η προστατευτική της λειτουργία περιορίζεται πάντως από την αναφορά στην απαίτηση να συνεκτιμώνται τα έθιμα των κρατών μελών, που συνδέονται με πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις (π.χ. ταυρομαχίες στην Ισπανία).
(β) Συγκριτικά δεδομένα
Το σύνολο των κανόνων δικαίου που περιγράφονται ανωτέρω απέχουν από την ιδέα της νομικής κατοχύρωσης δικαιωμάτων υπέρ των ζώων, αλλά εντάσσονται στη λογική της
νομικής διασφάλισης και προστασίας τους από συμπεριφορές βάναυσες ή καταχρηστικές. Στην ίδια λογική εντάσσεται και η διάταξη του άρθρου 20α του Θεμελιώδους Νόμου της
Βόννης, που αποτελεί το πρώτο συνταγματικό κείμενο κράτους μέλους της ΕΕ στο οποίο γίνεται αναφορά στη νομική προστασία των ζώων.
Ειδικότερα, με την αναθεώρηση του 2002, το πεδίο αναφοράς της διάταξης του άρθρου 20α του ΘΝ με την οποία θεσπίσθηκε η προστασία των φυσικών θεμελίων της ζωής ως κρατικός
σκοπός προστασίας, επεκτάθηκε στα ζώα με ρητή αναφορά. Σύμφωνα με την ερμηνεία του σχετικού συνταγματικού κανόνα, με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται υποκειμενικό
δικαίωμα, αλλά κρατικός σκοπός προστασίας με νομική δεσμευτικότητα, που επιβάλλει στο κράτος κατά τη λήψη αποφάσεων να συνυπολογίζει την προστασία των ζώων. Τα ζώα
καθίστανται συγκεκριμένα αντικείμενα προστασίας (Schutzobjekte) και το κράτος φέρει την υποχρέωση να απέχει και να αποτρέπει την προσβολή αυτών των αντικειμένων. Ο δικαιοπολιτικός λόγος για την υιοθέτηση της διάταξης ανάγεται στο σκοπό προστασίας κάθε εξατομικευμένου ζώου από πόνο, βάσανο και βλάβη. Στόχος του αναθεωρητικού νομοθέτη είναι να θεσπισθεί το ηθικό ελάχιστο ως μέτρο της ηθικά υπεύθυνης συμπεριφοράς έναντι των ζώων. Σε καμία περίπτωση δεν εξομοιώνεται το νομικό status
των ζώων με αυτό του ανθρώπου, ούτε και θεσπίζεται οποιοδήποτε υποκειμενικό δικαίωμα, το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί στο ανθρωποκεντρικό σύστημα που
υιοθετείται με τον ΘΝ. Ούτε άλλωστε αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του συστήματος αξιών του ΘΝ σχετική ή πολύ περισσότερο απόλυτη, αφηρημένη υπεροχή στο σκοπό της
προστασίας των ζώων σε σχέση με άλλους κρατικούς σκοπούς και υποχρεώσεις προστασίας, ενόψει συγκεκριμένης διαδικασίας στάθμισης αξιών (π.χ. στο πλαίσιο δικαστικής αντιπαράθεσης ή κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης). Από πρακτική άποψη ωστόσο, η ρύθμιση του άρθρου 20α ΘΝ μπορεί να αξιοποιηθεί για την ενδυνάμωση επιχειρημάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο δικαστικής επιδίωξης συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Κατά παρόμοιο τρόπο, η διάταξη του άρθρου 20α ΘΝ ενισχύει την προστατευτική λειτουργία των θετικών υποχρεώσεων προστασίας που φέρει το κράτος, ως απόρροιας της αντικειμενικής λειτουργίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Συμπεράσματα
Από την ανάλυση που προηγείται προκύπτει ότι η φιλοσοφική συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων δεν έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα, από ότι τουλάχιστον είναι γνωστό, σε υπέρβαση της κλασικής νομικής διάκρισης μεταξύ αφενός του ανθρώπου ως υποκειμένου της έννομης τάξης και φορέα δικαιωμάτων και αφετέρου των ζώων. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να προδικάσει μελλοντικές εξελίξεις: Όπως έχει παρατηρηθεί, διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων που ίσχυαν κατά το παρελθόν σε σχέση με τις φυλές, το φύλο, τις σεξουαλικές προτιμήσεις κ.λπ. κατέρρευσαν με την απόδειξη της έλλειψης διαφορών που να δικαιολογούν ανάλογες διακρίσεις, οδηγώντας στην καθολική αποδοχή και νομική κατοχύρωση της αρχής της ισότητας. Ανάλογη εξέλιξη δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί και σε σχέση με τη νομική θέση των ζώων. (R. Posner)
Επί του παρόντος, περισσότερο εφικτή και υποστηρίξιμη εμφανίζεται η θέσπιση νομικά δεσμευτικών κανόνων δικαίου μέσω των οποίων διασφαλίζεται η συνεκτίμηση των συμφερόντων των ζώων και η προστασία τους, ανεξάρτητα από την αναγνώριση υποκειμενικών δικαιωμάτων. Η κατοχύρωση ανάλογων κανόνων σε επίπεδο Συντάγματος δεν έχει μόνον συμβολική ή προγραμματική σημασία, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς κριτικά σκεπτόμενος, αλλά συγκεκριμένες συνέπειες, όπως αποδεικνύεται από όσα γίνονται δεκτά σε σχέση με τις διατάξεις του ΘΝ. Ενόψει τούτων, ο αναθεωρητικός νομοθέτης μελλοντικά είναι ευκταίο να αντιμετωπίσει το θέμα με περισσότερη προσοχή από ότι επέδειξε στο πρόσφατο παρελθόν.
Το αίτημα για συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας των ζώων δεν υποβαθμίζει τις προσπάθειες που γίνονται σε επίπεδο κοινού νόμου, οι οποίες ακόμη και όταν είναι άτολμες, μπορεί να συμβάλλουν στον επιδιωκόμενο στόχο, καθώς αποτελούν μέσο για τη συγκεκριμενοποίηση των επιμέρους διαστάσεων της νομικής προστασίας των ζώων, τυποποιώντας τον τρόπο μεταχείρισης των ζώων μέσω ρυθμίσεων και καθιερώνοντας συγκεκριμένες απαγορεύσεις. Ωστόσο, από την αναζήτηση της νομολογίας μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει γίνει εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Το δεδομένο αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι παρατηρείται πρωτόγνωρος σεβασμός των διατάξεων αυτών, είτε ότι το σύστημα προστασίας που έχει μέχρι σήμερα υιοθετηθεί δεν αξιοποιείται αποτελεσματικά για διάφορους λόγους. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται μάλλον πιο πιθανή ερμηνεία της έλλειψης νομολογίας. Υπό αυτό το πρίσμα, οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη στον τομέα της προστασίας των «δικαιωμάτων» των ζώων σκόπιμο είναι να συνδυάζεται με την μελέτη και την εισαγωγή μηχανισμών αποτελεσματικής εφαρμογής του νομικού πλαισίου που εκάστοτε υιοθετείται.
Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου
Δ.Ν. Δικηγόρος
( εισήγηση της κας Ηλιάδη στην Ευρωπαική Ημερίδα της 31ης Οκτωβρίου 2011)
( εισήγηση της κας Ηλιάδη στην Ευρωπαική Ημερίδα της 31ης Οκτωβρίου 2011)