Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο.
Αρχίζω με ένα περιστατικό που αφηγείται ο Πλούταρχος:
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ είδε κάποτε στην Ρώμη, μερικούς ξένους να κρατάνε αγκαλιά σκυλάκια και μαϊμουδάκια δείχνοντας πως τα αγαπάνε (εν κόλποις περιφέροντας και αγαπώντας) ρώτησε: στη χώρα τους οι γυναίκες δεν κάνουν παιδιά; Κι έτσι (συνεχίζει ο
Πλούταρχος) έδωσε ένα καλό μάθημα σαν ηγέτης, σε κείνους οι οποίοι σπαταλούν σε ζώα, την τρυφερότητα και την αγάπη που υπάρχουν μέσα μας από τη φύση προοριζόμενες για τους ανθρώπους.
“Εις θηρία καταναλίσκοντας ανθρώποις οφειλόμενον”. Να ήδη, σαφέστατα διατυπωμένη, η κυριότερη αντίρρηση στην ζωοφιλία. Ξοδεύουν στα ζώα, αυτό που χρωστάνε στους ανθρώπους.
Αν αναλύσουμε φιλοσοφικά αυτή την πρόταση θα δούμε πως στηρίζεται σε δύο υποθέσεις: 1. ‘Οτι η αγάπη και η στοργή υπάρχουν μέσα μας “φύσει”, από την φύση δηλαδή και 2. ότι επίσης “φυσιολογικά” προορίζονται για τους ανθρώπους και μόνο.
Και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αμφισβητηθούν.
Αν θεωρήσουμε ότι “φύσει” είναι αυτό που παρατηρούμε στον πρωτόγονο άνθρωπο (πριν τον “χαλάσει” ο πολιτισμός) καθώς και στα ανώτερα θηλαστικά, θα δούμε πως αγάπη και στοργή υπάρχουν μόνο στην περίπτωση της μητρότητας. Από κει και πέρα ισχύει το “homo homini lupus” οι πάντες εναντίον πάντων. Ούτε δεσμοί αίματος αναγνωρίζονται, ούτε αγχιστείας. Στην περίπτωση της ομαδικής διαβίωσης σε αγέλες, υπάρχει συντροφικότητα που συνήθως είναι απλή ανοχή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αγάπη, ούτε τρυφερότητα, ούτε στοργή.
Η πρώτη λοιπόν ματιά επάνω στην φύση είναι απογοητευτική. Δεν μοιάζει να εκπέμπει αγάπη – παρά μόνον την μητρική. Κάθε άλλη μορφή στοργής, από την παρέα και την φιλία μέχρι τον έρωτα και την χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, θα πρέπει να θεωρηθεί παρά φύσιν.
Δύο πράγματα λοιπόν συμβαίνουν: είτε η φύση δεν είναι τόσο στενόκαρδη, όσο φαίνεται (κι όσο την θέλουν ο Πλούταρχος και ο Καίσαρας), είτε ο άνθρωπος μπορεί και ξεπερνάει την φύση. Γιατί είναι σίγουρο πως υπάρχουν στη ζωή μορφές αγάπης έξω από την μητρική. Ευτυχώς. Αν η παρουσία της αγάπης στον κόσμο περιοριζόταν στην βραχύβια αγάπη της γάτας για το γατάκι της – που μετά τρεις μήνες ούτε καν το αναγνωρίζει – ο κόσμος θα ήταν πολύ φτωχός.
Όμως, για σταθείτε: Η γάτα προσκολλάται στο γατάκι της τρεις μήνες – αλλά στον άνθρωπό της (δεν λέω τον ιδιοκτήτη της – δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα) προσηλώνεται μία ζωή. Να μια άλλη μορφή αγάπης. Αυτή τι είναι τώρα: κατά φύσιν ή παρά φύσιν;
Αν δεν είναι φυσιολογικό, κατά τον Πλούταρχο, να αγαπά ο άνθρωπος τον σκύλο, άλλο τόσο (ή και περισσότερο) δεν πρέπει να είναι να αγαπά ο σκύλος τον άνθρωπο.
Σκέπτεστε ότι ο σκύλος κάνει για τον άνθρωπο πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ για έναν άλλο σκύλο; Αναλογίζεστε ότι η γάτα και ο σκύλος συχνά πεθαίνουν άμα λείψει ο άνθρωπός τους; Το ζώο προσκολλάται στον άνθρωπο, περισσότερο από ότι στο άλλο ζώο. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: αυτή η αγάπη τι είναι; Φυσιολογική ή παρά φύσιν;
Προφανώς φυσιολογική. Δεν έχουν αναπτύξει τα οικιακά ζώα πολιτισμό, για να μπορούμε να πούμε πως βγήκαν έξω από τη φύση. Κινούνται πάντα μέσα στο χώρο της γενετικά προγραμματισμένης ύπαρξής τους. Και μέσα από αυτόν μας αγαπάνε.
Άρα, η ίδια η φύση μας δίνει παραδείγματα αγάπης που ξεφεύγουν από το μητρικό η γενετικό χώρο – και που ξεπερνάνε το χάσμα των ειδών.
Είναι όμως αγάπη αυτό που νιώθουν τα ζώα για μας; Μήπως είναι απλά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που τα προσκολλάει επάνω μας – χωρίς να νιώθουν τίποτα;
Το τι νιώθουν τα ζώα για μας, δεν μπορώ βέβαια να σας το πω. Όπως άλλωστε μου είναι αδύνατο να ξέρω τι νιώθει ένας άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι με αγαπάει. Από αυτά που λέει, μπορώ να υποθέσω τι νιώθει, (ή τι νομίζει ότι νιώθει) – αλλά δεν μπορώ να έχω άμεση εμπειρία των συναισθημάτων του. Μπορώ δηλαδή να συμπεράνω την αγάπη του από τις εκδηλώσεις του – λόγια και πράξεις.
Αλλά το ίδιο κάνω και για το ζώο. Παρατηρώ πως χαίρεται όταν με βλέπει, ότι μου δείχνει την προσήλωση και την εμπιστοσύνη του (εμένα και όχι άλλου) με ακολουθεί παντού – και τέλος μπορεί να θυσιαστεί για μένα. Το στερνό αυτό είναι και το καθοριστικό κριτήριο. Γιατί αν η σχέση του ζώου με μένα ήταν αποκλειστικά ωφελιμιστική (τροφή, στέγη, χάδια) δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη θυσία.
Η θυσία, το ξεπέρασμα του εγώ για το εσύ, αποτελεί σε ανθρώπους και ζώα το ύψιστο γνώρισμα της αγάπης. “Η πραγματική αγάπη έχει πάντα για θεμέλιο την απάρνηση του ατομικού συμφέροντος” έγραψε ο Τολστόι.
Για έναν φιλόσοφο θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αγάπη του ανθρώπου και του ζώου. Τα ειδολογικά γνωρίσματα είναι τα ίδια. Κάθε ορισμός της αγάπης που βρήκα στα λεξικά, καλύπτει απόλυτα και την προσήλωση που δείχνουν τα ζώα σε μας.
Αλλά τα ζώα, θα αντιτείνει κάποιος, είναι όντα κατώτερα και δεν έχουν ψυχή. Πως μπορούν να νιώσουν ένα τόσο υψηλό συναίσθημα σαν την αγάπη;
Όποιος το ισχυρισθεί αυτό θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή. Δεν θα’ θελα να είμαι στη θέση του. Χιλιετίες φιλοσοφίας και επιστήμης δεν έχουν καταφέρει να προσκομίσουν μια τέτοια απόδειξη.
Όταν ο μέγας φιλόσοφος Καρτέσιος (ή Descartes) θέλησε να αποδείξει πως τα ζώα είναι άψυχα μηχανήματα, απέτυχε οικτρά. Αντίθετα, ο διάδοχός του La Mettrie, χρησιμοποιώντας τα ίδια επιχειρήματα έδειξε αρκετά πειστικά πως ο άνθρωπος είναι μηχανή.
Επίσης αρνούμαι τους οντολογικούς ρατσισμούς. Κανείς δεν δικαιούται να αποφασίζει ποίο όν είναι ανώτερο και ποιο κατώτερο. Στην φύση έχουμε διακρίσεις δύναμης – αλλά όχι ποιότητας. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό – αλλά αυτό δεν το κάνει ανώτερο. Κάποτε πιστεύαμε πως ο άνθρωπος είναι το επίκεντρο του σύμπαντος – μέχρι που ανακαλύψαμε το σύμπαν.
Εκείνο που έχει πετύχει ο άνθρωπος, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία, είναι να γίνει το μεγαλύτερο ψάρι από όλα – και, με την βοήθεια της τεχνολογίας, να κατασπαράσσει τα μικρά. Αυτό βέβαια δεν τον κάνει ανώτερο – μάλλον χειρότερο από τα άλλα ζώα.
Από την δύναμη αυτή, που μας έδωσε η γνώση και όχι η φύση (μέσα στη φύση είμαστε από τα πιο αδύναμα πλάσματα), πηγάζει και η ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι στα άλλα όντα αυτού του πλανήτη. Τα οποία έχουν ίσα δικαιώματα στη ζωή. Όσο μεγαλύτερη η εξουσία, τόσο πιο σημαντική η ευθύνη. Εκτός αν μιλάμε για δικτατορίες.
Αλλά η φύση δεν είναι δικτατορία. (Ούτε πρέπει να γίνει! Αυτό είναι το μήνυμα της οικολογίας.) Η φύση είναι η μεγάλη δημοκρατία των όντων, με ανισότητες, με ανταγωνισμούς, αλλά χωρίς μονοπώλια εξουσίας. Τα μονοπώλια βλάπτουν ακόμα και αυτούς που τα ασκούν. Τώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε την αλήθεια για την οικολογική αρμονία, καθώς και τις τεράστιες ευθύνες μας.
“Όλα τα ζώα είναι ίσα” Ήταν το σύνθημα στην ιδανική δημοκρατία της “Φάρμας των Ζώων” του Orwell. Μόνον αργότερα, όταν τα ζωντανά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι προστέθηκε η φράση: “και μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα”. Αυτή η προσθήκη είναι παρά φύσιν. Αυτή είναι το μεγάλο έγκλημα κατά της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αγάπης.
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει για τα ζώα είναι πως δεν έχουν λόγο. Αλλά η αγάπη (γι αυτήν μιλάμε) δεν έχει σχέση με το λόγο – ίσως μάλιστα να είναι αντίθετη προς αυτόν. Η αγάπη είναι συναίσθημα, καθαρό δόσιμο, χάδι.
Να λοιπόν, που ή έρευνα της πρώτης υπόθεσης του Πλούταρχου, μας έφερε σε ένα απροσδόκητο συμπέρασμα: Η φύση, που σε πρώτη ματιά φαίνεται απόλυτα εγωϊστική, πράγματι εμπεριέχει αγάπη σε δύο βασικές περιπτώσεις: την μητρική αγάπη, και την αγάπη του οικιακού ζώου προς τον άνθρωπο.
Και οι δύο είναι φυσικές και αυθόρμητες. Η πρώτη (η μητρική) σίγουρα δεν είναι – και η δεύτερη δεν μοιάζει να είναι – προϊόν πολιτισμικής εξέλιξης. Εκτός αν δεχθούμε πως τα ζώα εξελίσσονται πολιτιστικά – πράγμα που θα οδηγήσει σε πολύ περιπετειώδεις σκέψεις.
Ιδιαίτερα η κλίση του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο φαίνεται να είναι ένα αυτοξεπέρασμα της φύσης. Γιατί υπερβαίνει και πολλές φορές αντιμάχεται τα ένστικτα, αγνοεί τις αποστάσεις ανάμεσα στα είδη – και, κυρίως, ξεφεύγει από την βασική λογική της εξέλιξης. Η μητρική αγάπη υπάρχει για να βοηθάει στην διαιώνιση του είδους. Για να προστατεύει το αδύναμο νεογνό. Εξυπηρετεί λοιπόν μια σκοπιμότητα. Αν δεν υπήρχε, το είδος θα κινδύνευε τα αφανιστεί.
Όμως η αγάπη της γάτας για τον άνθρωπο, ποιον γενετικό σκοπό εξυπηρετεί; Την επιβίωση της γάτας; Τα αιλουροειδή επέζησαν εκατομμύρια χρόνια χωρίς τον άνθρωπο – όπως και οι λύκοι και τα τσακάλια. Και τον καιρό που ήρθαν κοντά μας, σίγουρα δεν ήταν απειλούμενα είδη.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυρισθούμε κάτι πολύ σημαντικό: πως η αγάπη του οικιακού ζώου για τον άνθρωπο είναι το ξεπέρασμα του εγωισμού από την φύση, μέσα στη φύση. Ανοίγει τον δρόμο για τις άλλες μορφές αγάπης που θα εξελίξει ο πολιτισμός του ανθρώπου: Την φιλία, τον έρωτα (που διαφέρει βέβαια από το απλό ένστικτο αναπαραγωγής), την αδελφοσύνη και την πανανθρώπινη αγάπη.
Αλλά τότε, αν η φύση δείχνει το δρόμο της αγάπης μέσα από τα ζώα, πως είναι δυνατό να συζητάμε αν είναι θεμιτό και σωστό να ανταποδίδουμε εμείς την αγάπη τους;
Τώρα μοιάζει πολύ εύκολη η απάντηση στην δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του Πλούταρχου. Σας τη θυμίζω: Πως η φύση ορίζει ότι η αγάπη των ανθρώπων πρέπει να αφορά μόνο σε ανθρώπους.
Πώς γίνεται η φύση, που όρισε να μας αγαπάνε τα ζώα – να ορίζει για μας το αντίθετο; Με ποια λογική μπορεί να απαγορεύει την ανταπόδοση αυτού που η ίδια δημιούργησε; Γιατί μην ξεχνάτε: δεν αρκεί η απόφαση του ανθρώπου για να τον αγαπήσει το ζώο. Ούτε το συγκεκριμένο, ούτε ολόκληρο το γένος.
Σαν αθεράπευτοι εγωιστές που είμαστε, πιστεύουμε ότι εμείς αποφασίσαμε και κατακτήσαμε τα ζώα. (Όπως οι άντρες, που νομίζουν ότι αυτοί κατακτούν τις γυναίκες).
Πρώτο: Δεν εξημερώνονται όλα τα ζώα. (Αν το πιστεύετε εσείς αυτό, προσπαθήστε να πείσετε έναν ρινόκερο).
Δεύτερο: δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα. Από τα ζώα που εξημερώνονται, δύο είδη κυρίως είναι αυτά που επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Οι γάτοι και οι σκύλοι που έγιναν κομμάτι της ζωής και μέλη της οικογένειας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Άρα: τα ζώα που μας αγαπούν – μπορούν και το κάνουν επειδή η φύση το θέλει κι όχι επειδή το αποφασίσαμε εμείς.
Ε λοιπόν – είναι δυνατόν η φύση να θέλει να μας αγαπάνε τα ζώα – και να μη θέλει να τα αγαπάμε εμείς; Εμείς που είμαστε επίσης φύση – τουλάχιστον όσο κι αυτά;
Κι ας αφήσουμε τώρα τον Πλούταρχο και την φύση – κι ας ρωτήσουμε ευρύτερα: είναι δυνατόν να υπάρχουν όρια στην αγάπη;
Σίγουρα όχι. Αγάπη σημαίνει: υπέρβαση του ορίου. Υπερβαίνεις το πιο σκληρό, το πιο βασικό όριο. Περνάς από το εγώ στο εσύ.
Amare est gaudere felicitate alterius – να αγαπάς σημαίνει να χαίρεσαι την ευτυχία του άλλου, έγραψε ο Leibnitz. Γιατί λοιπόν, αν περάσεις το πρώτο, το πιο δύσκολο όριο (του εγώ) να μην περάσεις και το πιο εύκολο, του ζωολογικού γένους;
Τι διάβολο, δεν δικαιούται ο άνθρωπος να κάνει αυτό που κάνουν η γάτα και ο σκύλος; Αφού το θέλει και το νιώθει! Βλέπετε ένα παιδάκι πόσο αυθόρμητα, φυσικά, τείνει προς ένα μικρό ζώο.
Αν όμως η αγάπη του ζώου είναι φύσει νόμιμη – τότε η άποψη του Καίσαρα (και πολλών άλλων) ότι το ζώο είναι υποκατάστατο για κάτι (στην περίπτωση αυτή για το παιδί) δεν στέκει.
Μαζί με το επιχείρημα του “παρά φύσιν” καταπίπτει και η θεωρία της υποκατάστασης. Γιατί υποκατάσταση σημαίνει κάτι αφύσικο αντί για το φυσικό – κάτι ψεύτικο αντί για το αυθεντικό.
Επίσης η θεωρία της υποκατάστασης συμβαδίζει με ένα ψευτοδίλημμα: Είτε το ζώο, είτε το παιδί. Γιατί όμως αυτά πρέπει να είναι ετεροαποκλειόμενα; ΚΑΙ το παιδί ΚΑΙ το ζώο, θα έλεγα εγώ. Και πολλά άλλα πράγματα ακόμα!
Είναι σαν να μου πούνε ότι δεν μπορώ να αγαπάω και την μουσική και την ποίηση – ή και το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Και ότι αν τύχει να αγαπάω το ένα (επειδή αυτό έχω) και όχι το άλλο, είμαι λειψός;
Μια γυναίκα που έχει παιδί δικαιούται να αγαπάει το σκυλί της ενώ μια άλλη που για διάφορους λόγους δεν έχει παιδί (ή δεν έχει πια) πρέπει να νιώθει ενοχές για την ίδια αγάπη; Τι μυστήριος πουριτανισμός είναι αυτός;
Μόνο η αυστηρά πατριαρχική ηθική των Καισάρων μπορεί να σκέπτεται έτσι. Μήπως και δεν γεννήσουν μερικές Ρωμαίες ματρόνες, αραιώσουν οι λεγεώνες και δεν έχει αρκετό κρέας να αλέσει ο μύλος του πολέμου. Αυτή είναι η “φύση” του Καίσαρα: το συμφέρον και η σκοπιμότητα του κράτους.
Μακριά από εμάς τέτοιες σκοπιμότητες. Ο καθένας, χωρίς τύψεις, δικαιούται να αγαπάει ότι θέλει. Κι όσο περισσότερα πράγματα αγαπάει, τόσο το καλύτερο για όλους. Έχει αποδειχθεί πως οι ζωόφιλοι είναι και οι κατ’ εξοχήν φιλάνθρωποι.
Οι υγιείς σχέσεις είναι πάντα οι πλουραλιστικές. Η μονομανής προσήλωση είναι ασθένεια – αλλά αυτή δεν αφορά μόνο τα ζώα. Μπορεί να τείνει σε άνθρωπο ή σε αντικείμενο. Η “οιδιπόδεια” μητέρα, ή ο φετιχιστής, είναι κλασικά παραδείγματα.
Οι πιο σωστοί άνθρωποι που γνώρισα αγαπούσαν πολλά μαζί: Ανθρώπους, ζώα, τοπία και έργα τέχνης. Η μονομανία σίγουρα βλάπτει – όπου κι αν στρέφεται. Κι από ότι ξέρουμε, εξίσου συχνά μεταβάλλει σε υποκατάστατο και το παιδί και το ζώο.
*
Είδαμε λοιπόν πως το ζώο στη ζωή μας δεν είναι υποκατάστατο. Πως η σχέση μαζύ του είναι μια πρότυπη, αυθεντική, πρωταρχική σχέση, υπαγορευμένη από την ίδια την φύση.
Θα προχωρήσω όμως πάρα πέρα. Όχι μόνο το ζώο δεν είναι υποκατάστατο – αλλά για τον άνθρωπο είναι αναντικατάστατο. Η σύνδεση με αυτό προσφέρει κάτι που δεν μπορεί να το αντλήσουμε από αλλού. Ούτε από την σχέση με άλλον άνθρωπο.
Για τον Μίλαν Κούντερα, στον οποίο χρωστάμε μια από τις βαθύτερες αναλύσεις της ζωοφιλίας (στο μυθιστόρημά του “Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι”) η αγάπη ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο είναι ανώτερη από την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων.
“… η αγάπη του άντρα και της γυναίκας”, γράφει “είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ’ αυτό που μπορεί να είναι () η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει.”
Και ο Κούντερα αναλύει τα χαρακτηριστικά αυτής της αγάπης. Άδολη, εκούσια, καθαρή, ελεύθερη. Ειδυλλιακή. Η λέξη ειδύλλιο αναφέρεται στον Παράδεισο.
Γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο;
Αρκετά χρόνια πριν από τον Κούντερα είχα γράψει στο “Βιβλίο των Γάτων”:
Τα ζώα είναι αυτά που είναι:
Καθαρή φύση. Τίμια κοιτάνε,
κατάματα. Ο άνθρωπος, έξω από την φύση
αναζητά.
Το ζώο είναι. Ο άνθρωπος γίνεται. Αν μπορεί.
Το ζώο είναι αναντικατάστατο διότι παρέχει στον άνθρωπο την επαφή με το καθαρό ‘Ον. Μπορείτε να το ονομάσετε φύση ή παράδεισο.
Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.
Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.
Δίπλα στον άνθρωπο, το κάθε ζώο είναι ένας βράχος σιγουριάς και τελειότητας.
Ο άνθρωπος, με τη γνώση, αλλοτριώθηκε. Αποξενώθηκε. Δεν βρίσκεται μέσα στη φύση – είναι απέναντι. Δεν κάνει ένα με το παν – είναι άλλος, ξένος.
Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν απο τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση…
Οι ταπεινοί σκύλοι, οι αθόρυβες γάτες, είναι πρεσβευτές του όντος κοντά μας. Είναι αγγελιαφόροι της άλλης όχθης.
Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ζωόφιλους, τι τους ελκύει στα ζώα, θα σας μιλήσουν για την σταθερότητα, την εμπιστοσύνη. Το ζώο, θα σας πουν, δεν σε προδίδει ποτέ.
Γιατί δεν προδίδει ούτε τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι. Ξέρει αυτά που ξέρει, απόλυτα. Δεν ταλαντεύεται. Δεν παλινδρομεί. Δεν αμφιβάλλει ούτε αμφισβητεί. Δεν έχει άγχος θανάτου ούτε ζωής.
Και η αγάπη του είναι σταθερή και διαυγής. Δεν έχει προϋποθέσεις, ούτε διαθέσεις, ούτε διακυμάνσεις.
Το ζώο είναι και η σταθερότητα μέσα στο χρόνο – η υπέρβαση της ιστορίας. Πορεύεται δίπλα μας μέσα στην ιστορία αλλά δεν της ανήκει. Ανήκει στη φύση. Η φύση είναι ανιστορική. Εμείς αλλάζουμε συνέχεια – όμως ένας σκύλος από την Ασσυρία και μια γάτα από την αρχαία Αίγυπτο, είναι ίδιοι με τους σημερινούς.
Το πιο συγκινητικό περιστατικό που έχει ποτέ γραφτεί για συμπεριφορά ζώου, αριθμεί ηλικία τριών χιλιάδων ετών: Ο ‘Αργος ο σκύλος του Οδυσσέα περίμενε είκοσι χρόνια να δει τον άνθρωπό του για να ξεψυχήσει.
Εκεί και ο ‘Αργος κείτουνταν τσιμπούρια φορτωμένος
Και τότε, όπως μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα
κούνησε λίγο την ουρά, κατέβασε τ’ αυτιά του,
όμως δεν είχε δύναμη να τρέξει πια κοντά του
Και ο σκληρός Οδυσσέας, έτοιμος για εκδίκηση, παραλίγο να προδοθεί. Κλαίει για πρώτη φορά (απομόρξατο δάκρυ). Κι ευθύς ως φεύγει, ο ‘Αργος πεθαίνει.
‘Αργον δ’αυ κατά μοίρα λάβεν μέλανος θανάτοιο
αυτίκ’ιδόντα Οδυσύα εεικοστώ ενιαυτώ.
Μοίρα έχει και ο ‘Αργος. Σαν τους ανθρώπους. Τον μαύρο θάνατο. Περίμενε είκοσι χρόνια. Πέστε μου μετά πως ο σκύλος έρχεται μόνο για το κόκαλο, κι η γάτα για το ψάρι.
Αυτή την σταθερότητα, αυτή την πίστη, σπάνια – η ποτέ – δεν την βρίσκεις σε άνθρωπο. Στο ζώο πάντα. Εκεί ισχύουν νόμοι ενός άλλου κόσμου.
Το κοντινό μας ζώο είναι ό,τι μας απόμεινε από τον παράδεισο. Από την κατάσταση της σιγουριάς, της αθωότητας και της απλότητας που κάποτε εγκαταλείψαμε.
Ήδη οι ψυχίατροι έχουν αποδείξει πως ένας τετράποδος σύντροφος είναι το καλύτερο αντίδοτο στο άγχος της ύπαρξης. Ο άλλος άνθρωπος δεν μπορεί να σας δώσει αυτό το αίσθημα του απόλυτα απλού. Ίσως μόνο ένα βρέφος, που κι αυτό στην αρχή, είναι καθαρή φύση.
Ο Κούντερα έγραψε: “κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σε ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί, επειδή δεν το έδιωξαν από τον Παράδεισο.”
Να γιατί το ζώο είναι αναντικατάστατο.
Αποτελεί τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με την αθώα και άδολη ύπαρξη, με τον αρχέγονο εαυτό μας, τις ρίζες μας.
Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φύση, τόσο πιο πολύ θα μας χρειάζονται τα ζώα. Για να εξισορροπούν την αμφιβολία. Να μας βοηθάνε να ξεχνούμε την αλλοτρίωση. Να αποκαθιστούν μέσα μας την αρμονία και την ενότητα.
*
Ελπίζω αυτή η ομιλία να σας έδωσε τροφή για σκέψη.
Πριν όμως τελειώσω, οφείλω να κάνω μια εξομολόγηση.
Έγραψα αυτό το κείμενο κάτω από την στενή παρακολούθηση της αγαπημένης μου γάτας.
Συχνά ανεβαίνει επάνω μου όταν κάθομαι στον επεξεργαστή κειμένων. Αλλά αυτή τη φορά δεν με άφησε ούτε ένα λεπτό. Ακόμα κι όταν έκανα διορθώσεις, ερχόταν αμέσως. Σαν να ήξερε.
Ομολογώ λοιπόν πως το κείμενο γράφτηκε κάτω από ισχυρή ψυχολογική πίεση.
Αν, για τον λόγο αυτό, έγινε καλύτερο ή χειρότερο, δεν το ξέρω.